- λυρισμοῦ
- λυρισμόςplaying on the lyremasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ανακρέων — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου… … Dictionary of Greek
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… … Dictionary of Greek
Βαλερί, Πολ — (Paul Valéry, Σετ, Ερό 1871 – Παρίσι 1945). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Μονπελιέ και από το 1894 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον Μαλαρμέ, ο οποίος επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση του ταλέντου του. Με την Εισαγωγή στη μέθοδο… … Dictionary of Greek
Βέγκα Καρπίο, Φέλιξ Λόπε ντε- — (Félix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής (αναφέρεται συχνά απλώς ως Λόπε ντε Βέγκα). Ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη ατέλειωτες… … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
Γεφτουσένκο, Γεβγκένι Αλεξάντροβιτς — (Yevgeni Aleksandrovich Yevtushenko, Ζιμά 1933 –). Ρώσος ποιητής και πεζογράφος. Ύστερα από μερικά χρόνια περιπετειώδους ζωής, κατά την οποία υπήρξε χορευτής, γεωλόγος και κυνηγός αρκούδων, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα μετά το 1950 με… … Dictionary of Greek
Γιάκομπσεν, Γενς Πέτερ — (Jens Peter Jacobsen, Τίστεντ 1847 – 1885). Δανός συγγραφέας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε φυσική και χημεία στην Κοπεγχάγη και μετά βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα έργα του και διέδωσε τις… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek